Σκληρό και άκαρδο παρουσιάζει η σημερινή ευαγγελική περικοπή τον Ιησού. Ακολουθούμενος από τους μαθητές του πηγαίνει σε μια περιοχή της Χαναάν, στον σημερινό νότιο Λίβανο, που κατοικούνταν από ειδωλολάτρες, τους οποίους οι Ισραηλίτες θεωρούσαν εχθρούς τους. Μια δυστυχισμένη γυναίκα της περιοχής τον παρακαλεί να τη βοηθήσει: «Ελέησέ με, Κύριε, Γιε του Δαβίδ· η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αλλά αυτός κάνει πως δεν ακούει. Η γυναίκα φωνάζει, αλλά αυτός μένει ασυγκίνητος, τόσο που προκαλεί την αντίδραση των μαθητών του: «Διώξε την» του λένε «γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς, εντούτοις, παραμένει αδιάφορος και δηλώνει “αναρμόδιος”: «Η αποστολή μου περιορίζεται μόνο στους πλανημένους Ισραηλίτες», λέει. Όμως η γυναίκα επιμένει. Τρέχει, τον προφταίνει, πέφτει στα πόδια του και τον παρακαλεί: «Κύριε βοήθησέ με». Αλλά και η σκληρότητα του Ιησού φτάνει στο αποκορύφωμά της. Προσπαθεί να την ξεφορτωθεί με τα πιο προσβλητικά λόγια: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά», της λέει.
Η περικοπή αυτή δίνει μια εικόνα του Ιησού εντελώς διαφορετική από την συνήθη. Δεν είναι πια ο καλοκάγαθος δάσκαλος, που συμμερίζεται τα βάσανα των συνανθρώπων του, λυπάται για τη δυστυχία τους και σπεύδει πρόθυμα όπου τον καλούν, για να προσφέρει τη βοήθειά του. Η περίεργη στάση του Ιησού φαίνεται δυσερμήνευτη. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της γυναίκας, αλλά και πάλι δεν δικαιολογείται τόσο σκληρή συμπεριφορά. Άλλωστε η γυναίκα δήλωσε από την πρώτη στιγμή την πίστη της στη δύναμη του Ιησού, αφού τον αποκάλεσε “Κύριο”, δηλαδή Θεό και “Γιο του Δαβίδ”, δηλαδή εντολοδόχο του Θεού, Μεσσία. Άρα κάποιον άλλο στόχο είχε η σκληρότητα του Ιησού. Θέλει με τη στάση του αυτή να δείξει πόσο απάνθρωπες και άδικες μπορούν να αποδειχτούν συμπεριφορές που πολλές φορές φαντάζουν θεάρεστες.
Στρέφεται όμως και ενάντια σε ανάλογες αντιλήψεις που έχουν αναπτύξει και σήμερα διάφορες ομάδες χριστιανών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι χριστιανοί που, βέβαιοι για τη δική τους σωτηρία, αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση όσους δεν τελούν με την ίδια επιμέλεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που, όταν νηστεύουν, κατακρίνουν όσους δεν κάνουν το ίδιο ή, όταν πηγαίνουν στην εκκλησία, σκέφτονται επιτιμητικά για όσους δεν εκκλησιάζονται. Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ως Έλληνες και ως χριστιανοί ορθόδοξοι είναι προικισμένοι με ιδιαίτερα προνόμια από τον Θεό, ότι ο Θεός είναι δικός τους και σχεδόν υποχρεωμένος να τους υποστηρίζει. Απέναντι σ’ αυτές τις βεβαιότητες ο Χριστός απαντά μέσα από τη σύντομη αυτή ευαγγελική περικοπή ότι ο Θεός δεν δεσμεύεται ούτε από την καταγωγή, αλλά ούτε ακόμη και από τις τελετές και τις προσφορές των ανθρώπων. Το ότι κάποτε κάποιος βαφτίστηκε και το ότι δηλώνει χριστιανός δεν αποτελεί εγγύηση για τη σωτηρία του αν δεν καλλιεργεί την πίστη. Και η καλλιέργεια της πίστης δεν επιτυγχάνεται με μια τυπική επίσκεψη στην εκκλησία, έτσι για να τα έχει κανείς καλά και με τον Θεό, αλλά με συνεχή αγώνα και καθημερινή προσπάθεια αναγνώρισης του θελήματός του και ανταπόκρισης σ’ αυτό. Η Χαναναία της περικοπής ανήκε σε διαφορετική από τους Ιουδαίους φυλή και είχε άλλη θρησκεία. Με την πίστη της όμως στο μήνυμα του Ιησού κατόρθωσε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που έθετε η εθνική και θρησκευτική εχθρότητα και να κερδίσει τελικά τη θεραπεία της κόρης της.
Μόνο μια τέτοια πίστη και ένας τέτοιος αγώνας μπορεί να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που κρατούν μέχρι σήμερα χωρισμένους τους ανθρώπους, ακόμη και τους χριστιανούς μεταξύ τους. Μόνον όταν οι χριστιανοί φτάσουν σε τέτοια επίπεδα πίστης, ώστε να μη ξεχωρίζουν τους ανθρώπους με βάση το χρώμα τους, την καταγωγή τους, το φύλλο τους, ακόμη και τη θρησκεία τους, θα μπορούν να ελπίζουν με βεβαιότητα ότι έχουν κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού.
Εκ του Γραφείου Τύπου της Μητροπόλεως